Dictionary of Greek. 2013.
στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα … Dictionary of Greek